Καρυδιά


Η καρυδιά καρποφορεί επάκρια σε βλαστό τρέχουσας εποχής από μικτούς οφθαλμούς. Συνήθως τα θηλυκά άνθη φέρονται σε βλαστούς τρέχουσας εποχής μήκους 10-20cm και σπανιότερα σε βλαστούς μήκους 50-60cm. Τα άνθη των μακρών αυτών βλαστών εκπύσσονται όψιμα και οι καρποί συνήθως μένουν μικροί. Η διαφοροποίηση των ιουλοφόρων οφθαλμών γίνεται νωρίς κατά τη βλαστική περίοδο, με την έναρξη του πρώτου κύματος βλάστησης. Την επόμενη άνοιξη οι ίουλοι εκπτύσσονται πλήρως και δίνουν άφθονη γύρη. Ενδείξεις διαφοροποίησης θηλυκών ανθικών μερών σε επάκριους ή πλάγιους οφθαλμούς διαπιστώνονται μικροσκοπικά 3-5 εβδομάδες πριν την έκπτυξή τους την άνοιξη.
Ως προς το κλίμα που θέλει η καρυδιά υπάρχουν μεγάλα περιθώρια. Γίνεται παντού, όπου δεν υπάρχουν συχνές και παρατεταμένες παγωνιές. Αλλά προσαρμόζεται καλύτερα σε ζεστούς τόπους και δεν την ενοχλούν τόσο οι άνεμοι. Σε τόπους ζεστούς τη συναντούμε και σε υψόμετρο μέχρι 800 μέτρα, αλλά σε τόπους όχι τόσο ζεστούς και στα 600 μ. ύψος. Καλλιεργείται κάτω από μεγάλη ποικιλία κλιματικών συνθηκών. Αποδίδει όμως σε περιοχές με δροσερό και υγρό κλίμα.

Φυστικιά


Η φιστικιά καλλιεργείται σε περιοχές που χαρακτηρίζονται από ζεστό και ξηρό κλίμα όπως είναι η Λίβανος, η Παλαιστίνη, η Συρία, το Ιράν, η Ινδία, η Τουρκία, η νότια Ευρώπη, οι ξηροθερμικές χώρες της Ασίας και της Αφρικής και οι Η.Π.Α. Στην Ελλάδα πρωτοκαλλιεργήθηκε στην Αττική και ειδικότερα στο νησί της Αίγινας (Φιστίκι Αιγίνης), στη Βοιωτία, Κορινθία, Εύβοια, Φθιώτιδα, Θεσσαλία, Χαλκιδική, Ροδόπη, Κρήτη και Κυκλάδες. Η φιστικιά καλλιεργείται για τους καρπούς της, που θεωρούνται ως το ευγεστότερο ακρόδρυο. Οι καρποί όταν ακόμα είναι τρυφεροί, χρησιμοποιούνται για την παρασκευή γλυκού του κουταλιού
Με κριτήριο την εποχή της άνθησης τα αρσενικά δέντρα της φιστικιάς διακρίνονται σε τρείς τύπους Α, Β και Γ. Η άνθηση των αρσενικών δέντρων τύπου Α αρχίζει το τελευταίο πενθήμερο του Μάρτη, του τύπου Β κατά τα τέλη Μάρτη με αρχές Απρίλη και του τύπου Γ κατά το πρώτο δεκαήμερο του Απρίλη. Η διάρκεια της άνθησης των μεν αρσενικών τύπων κυμαίνεται από 10-20 μέρες, στα δε θηλυκά δέντρα 6-10 μέρες, ανάλογα των καιρικών συνθηκών και της ποικιλίας.

 

Αμύγδαλα


Στην Ελλάδα, η συστηµατική καλλιέργεια αµυγδαλιάς άρχισε την δεκαετία του ’60. Σήµερα, το 35-50% των ελληνικών αµυγδάλων παράγεται στην Θεσσαλία στους νοµούς Λάρισας και Μαγνησίας, 26-35% στην Μακεδονία στους νοµούς Σερρών και Καβάλας και το υπόλοιπο διάσπαρτα στον ελλαδικό χώρο. Βέβαια, οι παραδοσιακές περιοχές φυτεµένες µε παλιές ποικιλίες και µεγάλα σε ηλικία δένδρα, σε κάποιες περιπτώσεις εγκαταλείπονται και χρησιµοποιούνται πιο παραγωγικές ποικιλίες σε καταλληλότερες περιοχές. Το 50% των εκτάσεων είναι πεδινές και έχουν καλύτερη απόδοση από τους αµυγδαλεώνες σε ηµιορεινές και ορεινές περιοχές. Επίσης, σηµαντικό ρόλο παίζει και η άρδευση του αµυγδαλεώνα τόσο στην παραγωγή όσο και στην ποιότητα του καρπού.
Η αμυγδαλιά είναι δέντρο των θερμών και ξηρών κλιμάτων. Περιοριστικοί παράγοντες είναι οι χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα και της άνοιξης και οι πολύ υψηλές του καλοκαιριού. Κατά την ανθοφορία, αν η θερμοκρασία κατέλθει στους -4oC για μισή ώρα, μπορεί να προκαλέσει σοβαρή ζημιά και σε ποσοστό από 20-100%, ανάλογα με την ποικιλία. Οι δε πολύ υψηλές καλοκαιρινές θερμοκρασίες, όταν συνοδεύονται από έλλειψη νερού στο έδαφος προκαλούν συρρίκνωση ψίχας. Από άποψη υψομέτρου, μπορεί να αναπτυχθεί και μέχρι 1100m

Φουντούκια


Η καλλιέργεια της φουντουκιάς είναι γνωστή στην Ελλάδα από την αρχαιότητα. Σήμερα στη χώρα μας, η φουντουκιά καλλιεργείται κυρίως στη Στερεά Ελλάδα, την Εύβοια, την Πελοπόννησο, την Ηπειρο, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Θράκη. Η μεγαλύτερη έκταση βρίσκεται στη Μακεδονία. Με τη μέση τιμή παραγωγού τα τελευταία χρόνια να κυμαίνεται μεταξύ 1,8 και 2 ευρώ το κιλό, η φουντουκιά μπορεί να δώσει ακαθάριστο εισόδημα έως και 700 ευρώ ανά στρέμμα.
Η φουντουκιά αναπτύσσεται καλύτερα σε περιοχές με κλίμα ψυχρό και υγρό, χωρίς ακραίες θερμοκρασίες, που συνήθως μετριάζονται από τις μεγάλες υδάτινες επιφάνειες (θάλασσες, ποτάμια, λίμνες) που ενδείκνυται να γειτονεύουν με αυτές. Κατά τη χειμερινή περίοδο τα βλαστικά της μέρη συνήθως αντέχουν σε θερμοκρασίες μέχρι -24oC, ενώ κατά την περίοδο της ανθοφορίας τόσο τα θηλυκά όσο και τα αρσενικά άνθη ζημιώνονται σοβαρά σε θερμοκρασίες χαμηλότερες από -9oC. Κατά το καλοκαίρι οι θερμοκρασίες δε θα πρέπει να είναι ψηλότερες από 37oC, γιατί επηρεάζουν τη φυσιολογική ανάπτυξη του καρπού και αναστέλλουν οριστικά την αύξηση της βλάστησης , ιδιαίτερα όταν συνοδεύονται και από παρατεταμένη ξηρασία εδάφους σε περιοχές που καλλιεργείται ως ξηρική.

Ελιές


Τα άνθη στην ελιά δηµιουργούνται στις μασχάλες των φύλλων σε βοτρυώδεις ταξιανθίες.Συνήθως σχηµατίζονται από τους βλαστούς της προηγούµενης χρονιάς, αλλά και από λανθάνοντες οφθαλµούς. Τα άνθη είναι μικρά, περίγυρα, κιτρινόλευκα, με βραχύ κυπελλοειδή κάλυκα. Συνήθως στα άνθη δεν είναι πάντοτε ανεπτυγµένα όλα τα ανθικά μέρη. Τις περισσότερες φορές ατροφεί ο ύπερος και για αυτό τα άνθη θεωρούνται στηµονώδη. Η ανθοφορία της ελιάς και γενικότερα η απόδοτικότητά της μπορεί να επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες όπως το κλίµα, η θερµοκρασία,το φως, η ποικιλία και η κατάσταση θρέψης του δέντρου.